- ακόνιτος
- ἀκόνιτος, -ον (Α) [κονίω]1. αυτός που δεν έχει λερωθεί από τη σκόνη τού στίβου ή τής παλαίστρας2. όποιος πετυχαίνει κάτι χωρίς αγώνα και κόπο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀκόνιτος — ἀκόνῑτος , ἀκόνιτος leopard s bane masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκόνιτον — ἀκόνῑτον , ἀκόνιτον leopard s bane neut nom/voc/acc sg ἀκόνῑτον , ἀκόνιτος leopard s bane masc/fem acc sg ἀκόνῑτον , ἀκόνιτος leopard s bane neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακονιτί — ἀκονιτὶ και τεὶ επίρρ. (Α) [ἀκόνιτος] 1. χωρίς τη σκόνη τού στίβου 2. (ειδικά για τους νικητές αγώνων) χωρίς κόπο ή προσπάθεια … Dictionary of Greek
ἀκονίτου — ἀκονί̱του , ἀκόνιτον leopard s bane neut gen sg ἀκονί̱του , ἀκόνιτος leopard s bane masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκονίτῳ — ἀκονί̱τῳ , ἀκόνιτον leopard s bane neut dat sg ἀκονί̱τῳ , ἀκόνιτος leopard s bane masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκόνιτα — ἀκόνῑτα , ἀκόνιτον leopard s bane neut nom/voc/acc pl ἀκόνῑτα , ἀκόνιτος leopard s bane neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)